Dr. Πάνος Καναβός: Περί του συστήματος υγείας στην Ελλάδα

4:37 π.μ. , , 0 Comments



Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής της Υγείας στο London School of Economics και σύμβουλος πολλών διεθνών Οργανισμών και Υπουργείων αναπτυσσόμενων χωρών σε θέματα μεταρρυθμίσεων υγειονομικής πολιτικής, ο κ. Πάνος Καναβός ήλθε στην Αθήνα για να πάρει μέρος στο Συνέδριο «Shaping the Future of Healthcare in Greece» που διοργάνωσαν οι FINANCIAL TIMES. Αμέσως μετά, μίλησε και μας ανέπτυξε τη δική του οπτική για τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να κάνει η Ελλάδα στον τομέα της υγείας.
 Εμείς απλά μεταφέρουμε τις θέσεις του:





Ακούγεται σε όλους τους τόνους ότι «μια περίοδος κρίσης αποτελεί και περίοδο ευκαιριών». Πόσο το πιστεύετε αυτό για την Ελλάδα και, ειδικότερα, στον τομέα της υγείας;

Σίγουρα κάθε κρίση είναι και μια ευκαιρία για μεταβολές, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπου τα προβλήματα χρονίζουν. Το θέμα είναι πώς εκμεταλλεύεται κανείς την κρίση. Πρέπει να δούμε τι ανθρώπινους πόρους διαθέτουμε έτσι ώστε, όταν κινητοποιηθούν, και αν κινητοποιηθούν, να μπορέσουμε να κάνουμε κάποια σωστά πράγματα, είτε στη φάση της πρόληψης είτε στη φάση της περίθαλψης είτε ως προς τις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα. Σήμερα υπάρχουν πολλές ανισορροπίες. Μιλάμε για μία χώρα που δεν είχε σημαντικές μεταρρυθμίσεις την τελευταία 15ετία, ούτε στα νοσοκομεία, ούτε στην τιμολόγηση φαρμάκων. Έχουμε τους πιο πολλούς γιατρούς κατά κεφαλήν, έχουμε τα πιο ακριβά γενόσημα στην Ευρώπη. Έχουμε τον τομέα της διανομής να κερδίζει σημαντικά ποσά. Έχουμε σημαντικές καθυστερήσεις στις πληρωμές. Όλες αυτές οι ανισορροπίες πρέπει κάποια στιγμή να διορθωθούν. Όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν προχωρήσει σημαντικά στα κομμάτια αυτά. Στην Ελλάδα, αν οι πολιτικές και άλλες δυνάμεις συνδράμουν, έχει καλώς. Εάν όχι, θα είναι μία ακόμη ευκαιρία χαμένη, ίσως από τις τελευταίες.

Ποιος είναι ο βασικός στόχος που πρέπει να θέσει η Ελλάδα, στον τομέα της υγείας;

Αυτό που θεωρώ σημαντικό, είναι να βρούμε ως χώρα και ως κοινωνία τα εργαλεία για αποτελεσματική παροχή υπηρεσιών με βάση κοινωνικοοικονομικά κριτήρια, να επιτύχουμε δηλαδή περίθαλψη αποτελεσματική σε σχέση με το κόστος. Να έχει ο πολίτης αποτελεσματική παροχή υπηρεσιών, την οποία δεν έχει. Το έχω ζήσει κι εγώ ως Έλληνας τουρίστας, που επισκέπτομαι κάθε χρόνο τη χώρα μου, αλλά και ως άτομο που έπρεπε να έχει περίθαλψη η οικογένειά του και δεν την είχε. Γιατί ο Έλληνας φορολογούμενος να συντηρεί κάποιες δομές, οι οποίες όχι απλώς δεν αποδίδουν τα μέγιστα, αλλά ούτε καν τα standards; Για παράδειγμα, οι τομείς της ψυχικής υγείας ή της κοινωνικής φροντίδας είναι ανύπαρκτοι και πρέπει κανείς να πληρώσει το 100% του κόστους. Αυτή τη στιγμή, ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, είμαστε η χώρα με τις μεγαλύτερες out-of-pocket δαπάνες. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πληρώσει κανείς από την τσέπη του για να πάρει υπηρεσίες τις οποίες δυνάμει θα έπρεπε να του προσφέρει το κράτος ή το σύστημα υγείας.

Μιλάτε για τη σχέση κόστους/οφέλους (value for money). Σε τι επίπεδο βρίσκεται η Ελλάδα ως προς αυτό;

Σε μηδενικό επίπεδο. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις προμήθειες. Με ποια λογική το δημόσιο θα διαπραγματευτεί value for money με τον ιδιωτικό προμηθευτή, ο οποίος υπερτιμολογεί, αφού γνωρίζει ότι θα πάρει τα λεφτά του μετά από 5-6 χρόνια;* Από την άλλη, είναι σημαντικό η περίθαλψη να είναι αποτελεσματική σε σχέση με το κόστος, κάτι που δεν έχει επιτευχθεί ποτέ στην Ελλάδα. Πριν από αυτό όμως, πρέπει να δούμε με τι κριτήρια συνταγογραφούμε, με τι κριτήρια οι γιατροί παίρνουν αποφάσεις, με τι κλινικές πρακτικές; Υπάρχουν κατευθυντήριες γραμμές; Δεν νομίζω. Ο καθένας συνταγογραφεί με γνώμονα τη γνώση του. Σε όλα αυτά πρέπει να μπει ένα μέτρο, και εκεί θα παίξουν ρόλο οι ασφαλιστικοί φορείς και το Υπουργείο Υγείας. Άρα, λοιπόν, πριν πάμε σε αποτελεσματικότητα σε σχέση με το κόστος, πρέπει να πάμε σε μια auditing phase care για κάθε συγκεκριμένη διάγνωση και για το κάθε στάδιο μιας ασθένειας. Γιατί όταν υπάρχει πολυγνωμία, φυσικό είναι να οδηγούμαστε στην σπατάλη.

Υπάρχουν στην Ελλάδα οι ειδικοί που χρειάζονται για να γίνουν όλα αυτά;

Αν μου κάνατε την ίδια ερώτηση πριν δέκα χρόνια, θα έλεγα ότι δεν υπάρχουν, αφού δεν είχαμε διοικητές νοσοκομείων εκπαιδευμένους στις υπηρεσίες υγείας. Σήμερα έχουμε μία κρίσιμη μάζα, η οποία έχει μετεκπαιδευτεί στο εξωτερικό, έχει μεταφυτευτεί πάλι στη χώρα και, εν πάση περιπτώσει, πληροί κάποιες προϋποθέσεις. Και βέβαια μιλάμε για άτομα σε διαφορετικά μετερίζια, είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα, είτε σε νοσοκομεία είτε στον φαρμακευτικό τομέα, υπάρχει μια πανσπερμία. Νομίζω όμως ότι έχουμε ξεφύγει πλέον από την πρακτική που υπήρχε πριν 10-15 χρόνια, ότι ο διοικητής του νοσοκομείου είναι στρατιωτικός. Όταν μιλάμε για αξιολόγηση υπηρεσιών υγείας και για τους πόρους της υγείας, που είναι μετρημένοι, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Οι κατευθύνσεις της πολιτικής πρέπει να έχουν γνώμονα το δημόσιο συμφέρον. Και το δημόσιο συμφέρον πρέπει να ταυτίζεται με τη βούληση του φορολογούμενου, ο οποίος λογικό είναι να περιμένει κάτι ως αντάλλαγμα, όταν δίνει τακτικές εισφορές και φόρους.

Μιλήσατε και για τα δικαιώματα των ασθενών. Πώς πιστεύετε ότι μπορούν οι ασθενείς να συμμετάσχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και να αναμιχθούν στη συζήτηση για τέτοιου είδους θέματα;

Κατ’ αρχήν κάτι τέτοιο είναι προς το συμφέρον όλων μας. Ο Ρόζενμπεργκ είχε πει ότι «η υγεία είναι μια ελλιπής διάγνωση». Αυτό σημαίνει ότι καθένας μας ως άτομο, αλλά και συνολικά, ως κοινωνία, έχουμε την υποχρέωση απέναντι στους εαυτούς μας, αλλά και απέναντι στην οικογένεια και στην κοινωνία να συμμετέχουμε ενεργά και βέβαια σαν δυνάμει ασθενείς με την προσωπική μας υγεία, δηλαδή με τον τρόπο ζωής που επιλέγουμε. Γύρω στο 60-65% της επιβάρυνσης ασθενειών (burden of disease) έχει να κάνει με ασθένειες που συνδέονται με τον τρόπο ζωής, δηλαδή με την παχυσαρκία, την υπέρταση, τη δυσλιπιδαιμία, την έλλειψη άσκησης, την κακή διατροφή, το οινόπνευμα, το κάπνισμα. Και τα ποσοστά αυτών στην Ελλάδα είναι τεράστια.

Το άλλο είναι τι κάνει κανείς ως ασθενής. Και συνταγματικά να το δει κανείς, νομίζω ότι κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να συμμετέχει στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Πολλά συστήματα υγείας το έχουν πλέον θεσμοθετήσει. Λένε για παράδειγμα στη Σουηδία ότι οι ασθενείς θα συμμετέχουν στη συζήτηση, όταν αξιολογείται μια καινούργια τεχνολογία. Το ίδιο και στην Αγγλία και στη Σκωτία, αλλά και σε μικρότερες χώρες, όπως στην Εσθονία και τη Λιθουανία. Θέλουμε να μάθουμε από τους ασθενείς πώς ακριβώς είναι να ζει κανείς με μια ασθένεια ή πώς πιστεύει ότι μπορεί να συμβάλει μια καινούργια τεχνολογία στην υγεία του. Πρόκειται για πράγματα που οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων δεν μπορούν να γνωρίζουν.

Γίνεται δηλαδή μια πιο ανθρωποκεντρική προσέγγιση…

Ακριβώς, και αυτό γεννά ένα περαιτέρω ερώτημα: Μπορεί ο μέσος πολίτης και ο μέσος ασθενής που εκπροσωπεί το κίνημα των ασθενών σε κάποια ασθένεια να τα πει όλα αυτά στον Υπουργό ή στον Πρωθυπουργό ή στον ασφαλιστικό οργανισμό; Η απάντηση είναι όχι. Εκεί επαφίεται κανείς στην εκπαίδευση και την παιδεία των ασθενών και στο κίνημα των ασθενών γενικότερα. Στο LSE έχουμε στήσει μία Ακαδημία Ασθενών, όπου τους μαθαίνουμε τι θα πει αξιολόγηση τεχνολογίας υγείας, πώς λειτουργεί και πώς μπορούν οι ίδιοι ως ασθενείς ή ως εκπρόσωποι ασθενών να βοηθήσουν την ομάδα τους και να συμβάλουν ενεργά στην αξιολόγηση της τεχνολογίας, να ποσοτικοποιήσουν δηλαδή τα υπέρ και τα κατά.

Είστε αισιόδοξος για την πορεία του τομέα της υγείας στην Ελλάδα;

Θέλω να είμαι αισιόδοξος. Εξαρτώνται πάρα πολλά από εμάς. Ακούγοντας όσα είπε ο Υπουργός στο Συνέδριο νομίζω ότι υπάρχουν κάποιες πολύ σωστές κατευθύνσεις, που θα έπρεπε να έχουν δρομολογηθεί εδώ και δεκαετίες. Ωστόσο, ενώ γενικά έχουμε πολύ καλή νομοθεσία, χωλαίνουμε επικίνδυνα στην εφαρμογή. Εδώ πρέπει να συνδράμει η όποια κυβέρνηση. Μπορεί κανείς να βρει ένα consensus και πρέπει κάποιοι να θυσιάσουν ένα κομμάτι από τα συμφέροντά τους για να μπορέσει να πάει μπροστά αυτός ο τομέας. Το δεύτερο πρόβλημα μετά την εφαρμογή, είναι η μέτρηση. Είχαμε μάθει 30-40 χρόνια να ζούμε χωρίς μέτρηση. Αυτό είναι πλέον κόλαφος. Όταν ζούμε σε ένα νοικοκυριό με μετρημένους πόρους, δεν θέλουμε να ξέρουμε πού ξοδεύουμε; Το ίδιο δεν είναι η υγεία και γενικότερα η οικονομία; Θα πρέπει να μετρούμε και το τελευταίο δεκαράκι…

Πώς ακριβώς θα επιτευχθεί αυτό;

Εκείνο που έχει σημασία στη μέτρηση και στην αξιολόγηση πολιτικών υγείας είναι το εκάστοτε μίγμα πολιτικής που ακολουθείται. Για παράδειγμα, ο ΠΟΥ αφενός και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αφετέρου, έχουν στόχο να αυξήσουν το προσδόκιμο επιβίωσης κατά έναν χρόνο μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια. Τι πρέπει να κάνουμε για να φτάσουμε εκεί; Πρέπει αφενός μεν να αξιολογούμε πού θέλουμε να βρισκόμαστε στα επόμενα 5-10 χρόνια και αφετέρου να αποφασίσουμε ποιες ασθένειες πρέπει να καταπολεμήσουμε. Έχουμε π.χ. καλή περίθαλψη στον διαβήτη; Αν γίνουν όλα αυτά, θα μας βγάλω το καπέλο. Σίγουρα όμως δεν θα γίνουν άμεσα. Οι Άγγλοι παρουσίασαν μείωση των ποσοστών στον καρκίνο του πνεύμονα, αφού είχαν ήδη εφαρμόσει μια πολιτική πρόληψης και μείωσης κατανάλωσης καπνού από το 1957. Επίσης, για να φτάσουν σε επίπεδο συνταγογράφησης γενοσήμων στο 75% του συνόλου, χρειάστηκαν 20 χρόνια. Στην Ελλάδα το ποσοστό συνταγογράφησης γενοσήμων είναι 12%, δεν γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη να φτάσουμε στο 50%.

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ

Έχετε υπάρξει σύμβουλος πολλών χωρών, σχετικά με μεταρρυθμίσεις στον τομέα της υγείας. Υπάρχουν παραδείγματα χωρών που ήταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο κι ωστόσο κατάφεραν να κάνουν βήματα μπροστά;

Φυσικά, με πρώτη και καλύτερη την Τουρκία δίπλα μας, η οποία κατά το μάλλον ή ήττον, είχε παρόμοιες πολιτικές διαγραμμίσεις με εμάς. Από το 1960 είχαν την προοπτική να μεταβάλουν το σύστημα υγείας και τελικά αυτό έγινε πολιτική βούληση το 2007. Μέσα σε 4-5 χρόνια, οι Τούρκοι έκαναν αλματώδεις μεταρρυθμίσεις. Κατόρθωσαν να ενοποιήσουν τα ταμεία, να αλλάξουν τις πληρωμές, να θεσμοθετήσουν την πρακτική του οικογενειακού γιατρού και να δώσουν σε όλο τον κόσμο πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Βέβαια, ακόμα υπάρχουν 10-12 εκατομμύρια ατόμων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Σε αυτούς δίνεται άμεση πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας με μία πράσινη κάρτα – είναι οι λεγόμενοι green card holders.
Επίσης, στην Τουρκία έχουν αρχίσει να θεσμοθετούν και έχουν εισάγει κίνητρα για γιατρούς, έτσι ώστε οι οικογενειακοί γιατροί να συνταγογραφούν ή να εξετάζουν τον ασθενή με ορισμένο τρόπο και να αξιολογούνται με τα πρότυπα της Γαλλίας, της Βρετανίας, της Σουηδίας κ.λπ. Το σημαντικό είναι ότι έχουν αποφασίσει να φτιάξουν, όχι μόνο ένα σύστημα υγείας που να ικανοποιεί τα αιτήματα του τουρκικού λαού, αλλά ένα κέντρο αριστείας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Έχουν κάποιο όραμα κι αυτό είναι που δεν βλέπω στην Ελλάδα.

0 σχόλια:

Πες το, μην ντρέπεσαι. ξαδέλφια είμαστε μπρε...