Ο Μανώλης Σιγανός, ο Στάθης Καναβός, το ΚΚΕ και η φυλακή



Μια μεγάλη μορφή από τον αριστερό χώρο, ο γιατρός Μανόλης Σιγανός, συναντήθηκε μαζί με τον Στάθη Καναβό στις φυλακές, κατά την περίοδο του εμφυλίου. Μια μικρή αναδρομή στην ιστορία του και η σχετική αφήγηση από τον Καναβό (προς το κάτω μέρος του άρθρου).

Είναι πολύ επικίνδυνο για τον άνθρωπο να πιστέψει πως είναι φυσικό καθένας να σκέφτεται και να αποφασίζει με γνώμονα μόνο το ατομικό του συμφέρον, ακόμη σε βάρος του κοινωνικού, δεχόμενος τον απάνθρωπο κανόνα της ζούγκλας: “Ο θάνατός σου η ζωή μου...”
Και δυστυχώς αυτή η νοοτροπία γενικεύεται σήμερα, εποχή υπερκαταναλωτισμού, ατομισμού και κρίσης των ανθρωπιστικών αξιών. Και τη συναντά κανείς και στους νέους και στα παιδιά, που είναι από τη φύση τους αγνά, κοινωνικοποιούνται όμως στη χωρίς αρχές κοινωνία της κατανάλωσης.

Η σύντομη παρουσίαση της προσωπικότητας και της ζωής του Μανώλη Σιγανού, γιατρού φυματιολόγου, από το Σκαλάνι (1904-1972), έχει σκοπό όχι μόνο να μας φέρει πίσω σε μια επική εποχή ιδεών, οραμάτων και θυσιών, αλλά και να καταδείξει ότι ο άνθρωπος είναι, όπως ο Αριστοτέλης υποστηρίζει, ζώο κοινωνικό, έχει μέσα του δυνάμεις τεράστιες, όταν τον δονεί η πίστη και σ’ ένα μεγάλο βαθμό είναι προϊόν της εποχής του.

 Ο γιατρός ήταν το πρώτο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας, που γεννήθηκαν από το 1904 έως το 1917, έτος γεννήσεως της Καλλιόπης, που ζει και σήμερα στην Αθήνα.

Ο Μανόλης τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο του Σκαλανίου, το Γυμνάσιο στο Ηράκλειο, και μπήκε στην Ιατρική του Πανεπιστημίου της Αθήνας το 1922. Υπήρξε φοιτητής στη δεκαετία του 1930, εποχή πολιτικής και οικονομικής αστάθειας, αποδιοργάνωσης του κρατικού μηχανισμού, σκανδάλων, αλληλοδιαδοχής κυβερνήσεων, βίαιων κινημάτων, συνωμοσιών και διώξεων της εργατικής τάξης, κατάργηση της Βασιλείας (1923), η Α’ Ελληνική Δημοκρατία, Δικτατορία του Πάγκαλου (1925), η ανατροπή του από τον Κονδύλη (1926), Οικουμενική κυβέρνηση, όξυνση της πολιτικής κρίσης, κυβέρνηση Βενιζέλου (1928).

Η Ελλάδα εξουθενωμένη και οικονομικά από τη Μικρασιατική εκστρατεία επωμίζεται το πρόβλημα της αποκατάστασης 1,5 εκατομ. προσφύγων που ζουν με αθλιότατες συνθήκες.

Οι προσφυγικές αποζημιώσεις, τα τοκοχρεωλύσια των δανείων, η αστάθεια της δραχμής, την οδηγούν σε φοβερή κρίση. Μ’ αυτές τις συνθήκες όλες οι λαϊκές δυνάμεις, εργατικές, μικροαστικές, χωριάτικες, ντόπιες ή προσφυγικές, μορφωμένες ή αμόρφωτες, επιζητούν την αλλαγή.

Στις μαζικές οργανώσεις, στα συνδικάτα, στις αντιφασιστικές κινητοποιήσεις γεννιέται ο νέος τύπος του πολιτικού ανθρώπου. Η αστική τάξη διαισθάνθηκε τον κίνδυνο: από την αντιδικία βενιζελικών-αντιβενιζελικών μια τρίτη διάσταση ξεπήδησε: η αριστερά.

Σ’ αυτές τις συνθήκες, στο κέντρο των εξελίξεων, στην Αθήνα, ο πανέξυπνος, δυναμικός και ευαίσθητος φοιτητής της Ιατρικής, ο Μανόλης Σιγανός παίρνει μέρος στο φοιτητικό κίνημα και στους αγώνες των εργαζομένων και η πάλη αυτή όξυνε την κοινωνική του συνείδηση. Ο,τι έκανε το έκανε για τους άλλους, γιατί ο ίδιος ήταν πλουσιότατος και ετοιμαζόταν να γίνει γιατρός.

Εντάχθηκε, λοιπόν στο ΚΚΕ, που σ’ αυτή τη δίνη έδωσε υπόσταση στους αγώνες και πήρε στις γραμμές του τους επαναστάτες. Το 1925 πέθανε η μητέρα του από φυματίωση (μάστιγα της εποχής) στην Αθήνα κι εκείνος ορκίζεται να γίνει φυματιολόγος. Η ιατρική του ταυτότητα: 695/12 στις 15-10-1946 αναφέρει ότι τελείωσε τις ιατρικές του σπουδές 20-12-1929.

Στη δικτατορία του Μεταξά (4-8-1936) συλλαμβάνεται στην Αθήνα ως στέλεχος του ΚΚΕ. Τα ξερονήσια και οι φυλακές βέβαια, είχαν και πριν την 4η Αυγούστου γεμίσει από τους συλληφθέντες στις απεργιακές και λοιπές κινητοποιήσεις, που αντιμετώπισαν με τα πιο σκληρά και αιματηρά μέτρα οι κυβερνήσεις από το 1932 ως το 1936. Μαζικές συλλήψεις έγιναν τον Αύγουστο του 1935 και το Μάη 1936 στο Ηράκλειο, στη Μεσσηνία, ιδίως στη Θεσσαλονίκη το 1936, στο Βόλο τον Ιούνιο του 1936, στις Σέρρες τον Ιούλη του 1936, και αλλού.

Ο Μανόλης Σιγανός, όπως συνέβη με τα δυναμικότερα στελέχη του ΚΚΕ, αφού περιπλανήθηκε στα διάφορα νησιά του Αιγαίου, μεταφέρθηκε στις φοβερές φυλακές της Ακροναυπλίας που ιδρύθηκαν το Φεβρουάριο του 1937.

Ονομάστηκαν “νεκροταφείο των ζωντανών” για τις φοβερές συνθήκες ζωής, το κρύο, το συνωστισμό, την πείνα, τα καψόνια, τη λογοκρισία, τις κακουχίες. Από διασταυρωμένες πηγές (υπάρχουν πολλές για την Ακροναυπλία) ο Μανόλης Σιγανός αντιμετωπίζεται ως στέλεχος βασικό του ΚΚΕ, που δυνάμωνε τους κρατούμενους και τους εμπόδιζε να κάνουν δήλωση μετανοίας. Για τούτο εξάλλου από τις 8-3-1938 ως 23-4-1941 τον απομόνωσαν μαζί με άλλους 33 στο θάλαμο Ε’ με διαταγή του υπουργείου, ώστε να μη συναντούν τους υπόλοιπους, τότε 600 κρατούμενους.

Μαζί με το Μ. Σιγανό απομονώθηκαν οι Γ. Ιωαννίδης, Κ. Θέος, Κ. Λουλές, Ανδρ. Τζήμας, Παν. Κορνάρος, Μ. Πορφυρογέννης, Χρ. Παγανάς, κορυφαία στελέχη.

Ο ρόλος του ως γιατρού ήταν σημαντικός κυρίως για τους φυματικούς κρατούμενους, αφού από τους γιατρούς της Ακροναυπλίας ήταν ο μόνος φυματιολόγος. Ενεργούσε όχι μόνο για τη θεραπεία αλλά και για την απόλυση ή μεταφορά τους στα σανατόρια όπου έφυγαν πέντε αποστολές. Στη μια συμμετείχε ο ίδιος ως φυματικός (9-5-1942) στην Πέτρα Ολύμπου. Από τα σανατόρια δραπέτευσαν πολλοί, που ήταν ή αναδείχτηκαν ανώτερα στελέχη στην Αντίσταση, όπως ο Πλουμπίδης, ο Θέος, ο Μπαρζώτας, ο Ιωαννίδης.

Γερμανοκρατούμενος πια ακροναυπλιώτης, αφού η Ελληνική κυβέρνηση παρέδωσε τους πολιτικούς κρατουμένους στο Γερμανό κατακτητή, δραπετεύει το 1942 από τη Σωτηρία και εντάσσεται αμέσως στον ΕΛΑΣ Αθήνας.

 Ο Σιγανός έρχεται αμέσως στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και γίνεται στον καιρό της γερμανικής κατοχής καπετάνιος της Β’ ταξιαρχίας του Α’ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ (στην Αθήνα).


Τον Ιούνη του 1944 καθημερινά σχεδόν οι Γερμανοί έκαναν μπλόκο και σε μια συνοικία της Αθήνας. Εβλεπαν την ήττα τους και γίνονταν ακόμη σκληρότεροι. Ο Μανόλης Σιγανός ξεκινά από την Κυψέλη να συναντήσει ΕΛΑΣίτες μαχητές σ’ ένα σπίτι στο Μετς, για να αποφασίσουν πώς θα αντιμετωπίσουν ενδεχόμενο μπλόκο της Καλλιθέας. Στην περιοχή του Θησείου πέφτει στους γερμανούς, τραυματίζεται, αλλά ξεφεύγει τρέχοντας. Ωστόσο στο δάσος του Φιλοπάππου συνάντησε ένα λόχο τσολιάδων, που πήγαινε να κυκλώσει την Καλλιθέα. Είδαν την πληγή του, τον θεώρησαν ύποπτο και τον παρέδωσαν στους γερμανούς. Στην Ειδική Ασφάλεια είδαν από τα αποτυπώματα ποιός είναι. Τα μαρτύρια που υπέφερε ήταν φρικτά.




Όταν το 1943 πιάστηκε από τους Γερμανούς, θεωρήθηκε σκοτωμένος. Στο Σκαλάνι οι δικοί του του έκαναν μνημόσυνο. Αλλά και ο ΕΛΑΣ τον θεώρησε σκοτωμένο. Σε συνεδρίαση της Διοίκησης του λόχου των Σπουδαστών, όπως αφηγείται ο δάσκαλος συναγωνιστής του Νίκος Βασιλάκης που ήταν παρών, ανακοινώθηκε ότι έπιασαν οι Γερμανοί το «Χρήστο» ( το συνωμοτικό του όνομα ) και τον σκότωσαν. «Βαθύτατα λυπημένοι όλοι κρατήσαμε ενός λεπτού σιγή.

 Από το Ιτζεδίν μεταφέρεται στις φυλακές της Κέρκυρας, τις οποίες έκτισαν οι Άγγλοι, όταν κατέκτησαν τα Επτάνησα, για να βασανίζουν εκεί τους Επτανήσιους αγωνιστές. Εδώ φυλακίστηκαν ηγέτες και ανώτερα στελέχη του ΚΚΕ από την εποχή του Μεταξά, όπως ο Στ. Σκλάβαινας, ο Β. Νεφελούδης, ο Χρ. Μαλτέζος, ο Κ. Μπασιάκος, ο Ν. Ζαχαριάδης, ο Γ. Ζεύγος, οι Μήτσος και Γιώργης Παπαρήγας, ο Γ. Σιάντος, ο Θαν. Κλάρας (Άρης Βελουχιώτης), ο Ηλίας Καρράς.

Στην Κέρκυρα έπαθε αλλεπάλληλες κρίσεις στηθάγχης. Μεταφέρθηκε αργότερα στις φυλακές της Αίγινας, Αβέρωφ, Κεφαλλονιάς και από εκεί ξανά, το 1954, στο Ιτζεδίν, όπου έπαθε ένα έμφραγμα που τον έφερε κοντά στο θάνατο, ετοίμασαν μάλιστα και την κηδεία του. Αν και η διεύθυνση της φυλακής αδιαφόρησε, οι κρατούμενοι αγωνίστηκαν και πέτυχαν τη μεταφορά του στο νοσοκομείο. Στις φυλακές της Κεφαλλονιάς ήταν, όταν έγινε ο σεισμός το 1953. Τότε ο Μ. Σιγανός έδειξε πάλι την ανθρωπιά του ακόμη και προς τους εχθρούς και αντιπάλους του: Άρρωστος από την καρδιά του κι ενώ η φυλακή τραμπάλιζε έτοιμη να πέσει και να θάψει ζωντανούς 300 κατάδικους, πέρασε κάτω από τους καστρότοιχους που είχαν αρχίσει να γκρεμίζονται κι έτρεξε στη βορεινή σκοπιά. Πήγε να ξεθάψει και να σώσει ένα χωροφύλακα, που είδε πως γκρεμίστηκε μαζί με τη σκοπιά και θάφτηκε κάτω από τα ερείπια. Έφτασε έγκαιρα, τον ξέθαψε και τον έσωσε, ενώ οι άλλοι χωροφύλακες είχαν εξαφανιστεί, για να σωθούν.
 Την επόμενη μέρα
γράφει ο συγκρατούμενός του, Στάθης Καναβός,
τον κοίταζαν με δέος ακόμη και οι βασανιστές του και ψιθύριζαν: «Λεβένταρος». Κι’όταν ακόμη νόμιζες πως έφτασε η συντέλεια του κόσμου ήταν διαυγής, ευγενικός, ψύχραιμος, χαρούμενος. Παλληκάρι με την αληθινή σημασία της λέξης: λεβέντης σωματικά και ψυχικά, δηλώνουν συγκρατούμενοί του.
Τον ξανάφεραν στις φυλακές της Κέρκυρας. Εκεί είναι το 1955-1957 παρέα με το Νίκο Καρρά και τον Αντώνη Αμπατιέλο. Υποφέρει φοβερά από τη στηθάγχη, αλλά η αισιοδοξία του, η αγάπη και η φροντίδα για τους άλλους, ο βαθύτατος ανθρωπισμός του κυριαρχούν μέσα του.
Ενδιαφέρεται από τη φυλακή για ό,τιδήποτε αφορά την οικογένειά του και τους φίλους του. Στις φυλακές είχε αναλάβει τον τομέα της υγείας.

Μέχρι την εκδίκαση διατάσσεται η προφυλάκισή του. Ισχυε τότε το Σύνταγμα του 1952, έντονα επηρεασμένο από το κλίμα του εμφυλίου. Η λειτουργία του νοθευόταν από την ύπαρξη ενός παράλληλου Συντάγματος. Ηταν κείμενα που τέθηκαν σε ισχύ στον εμφύλιο και περιόριζαν τις ελευθερίες που τυπικά εγγυόταν το Σύνταγμα. Έτσι η νομιμότητα λειτουργούσε μόνο υπό την αίρεση της νομιμοφροσύνης.


Οι στηθαγχικές κρίσεις που παθαίνει ο Σιγανός συνεχώς, και ο σακχαρώδης διαβήτης, τον τυραννούν καθημερινά. Τα διαβήματα για την αποφυλάκισή του συνεχίζονται μάταια. Πιο έντονα μετά το 1955 και ως το 1964 που απολύθηκε.

Το 1959 το πενταμελές Εφετείο μετρίασε την ποινή του από ισόβια σε 10 χρόνια. Τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας 1950-60 τα έκανε στις φυλακές Αβέρωφ. Εκεί τον βρίσκουν κάρτες προσφύγων, γνωστών στελεχών του ΚΚΕ, όπως του Νίκανδρου Κεπέση και άλλων προσωπικοτήτων, που τις διαβάζομε και νιώθομε ρίγη συγκίνησης από την ανθρωπιά που αποπνέουν.

Το 1962 ο Καραμανλής καταργεί το στρατόπεδο εξορίστων του Αη Στράτη με τους 200 εξόριστους, δεν παίρνει όμως μέτρα επιείκειας για τους 1400 περίπου πολιτικούς κρατούμενους, μεταξύ των οποίων και ο Σιγανός.

Η μερική άρση των συνεπειών του εμφυλίου της κυβέρνησης Παπανδρέου επίσης δεν έθιξε στη βάση του το σύστημα ελέγχου του φρονήματος των πολιτών και αυτό φάνηκε από τις μαζικές συλλήψεις της νύχτας της 20ης προς την 21η Απριλίου του 1967.

Ο Μανόλης Σιγανός θα αποφυλακιστεί άρρωστος πολύ το 1964 και θα μείνει στην Αθήνα (Μάρνης 30) με τον ανηψιό του Γιάννη ένα μεγάλο διάστημα. Συνεχίζει να δουλεύει για το ΚΚΕ.

7 Ιουνίου του 1972, 9 με 10 το βράδυ συνόδευσε το σύντροφο και φίλο του Κώστα Βασσάλο, που τον είχε επισκεφθεί, στο Σύνταγμα. Από κει μόνος του προχώρησε στο Ζάππειο και κάθισε σ’ ένα παγκάκι. Ηταν μεγάλη ζέστη εκείνη τη μέρα. Εκεί έγειρε το κεφάλι του και πέθανε μέσα στα δέντρα και στα λουλούδια που αγαπούσε πολύ. Και μη νομίζετε πως αφέθηκε, πως δεν προσπάθησε να ζήσει. Βρέθηκε πεθαμένος με το χάπι της καρδιάς στο χέρι. Προσπάθησε, μα δεν πρόλαβε να το βάλει στο στόμα του.

Ας τον θυμόμαστε με το σεβασμό που του πρέπει σήμερα που η μισαλλοδοξία, τουλάχιστον για τους λογικούς, έχει τελειώσει. Μια που η εποχή του δεν το έκανε, του οφείλουμε εμείς αυτή την αναγνώριση.

Ίσως το χωριό του και ένα απλό τάφο. Όχι βέβαια για τον ίδιο.

Για μας που δυναμώνουμε φέρνοντας στο νου μας τη δύναμη και το μεγαλείο που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος.

0 σχόλια:

Πες το, μην ντρέπεσαι. ξαδέλφια είμαστε μπρε...